Το 1918 ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος φτάνει στο τέλος του, βρίσκοντας την Αντάντ νικήτρια. Οι Ιρλανδοί στρατιώτες που πολέμησαν μαζί με τα Βρετανικά στρατεύματα στις μάχες της Φλάνδρας, επιστρέφουν στα σπίτια τους. Η υποδοχή όμως που φαντάζονταν, δεν τους περίμενε ποτέ. Ο ιρλανδικός λαός, μετά και από τα γεγονότα της «εξέγερσης του Πάσχα» ήταν πλέον βέβαιος πως η ένοπλη μάχη για ανεξαρτησία ήταν η μοναδική λύση, έτσι περιφρόνησαν την επιστροφή των Ιρλανδών στρατιωτών, που «πολέμησαν για τον εχθρό». Οι «Ιρλανδοί Εθελοντές» χρόνο με το χρόνο πληθαίνουν σε αριθμό, καθώς όλο και περισσότεροι νέοι νιώθουν ριζωμένη μέσα τους την ανάγκη για ελευθερία και κατατάσσονται στις τάξεις της οργάνωσης. Πολύ βετεράνοι του Πολέμου με την επιστροφή τους στην Ιρλανδία, εντάσσονται στην οργάνωση, δίνοντας έτσι και εμπειρία στις ενέργειες της.
Στις γενικές εκλογές του 1918 το κόμμα «Σιν Φέιν» που ήταν ουσιαστικό η πολιτική πλευρά των Ιρλανδών Εθελοντών εκλέγεται με τρομερά ποσοστά πρώτο και αυτοδύναμο κόμμα στην Ιρλανδική Βουλή, στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα στο Στέμμα. Είχαν γίνει οι απαραίτητες κοινωνικές ζυμώσεις και ο λαός ήταν έτοιμος να ξεσηκωθεί. Οι πολιτικοί του Σιν Φέιν που εκλέχθηκαν στις εκλογές του 1918, δεν πατάνε ποτέ το πόδι τους στην μέχρι τότε βουλή της Ιρλανδίας, καθώς την θεωρούν κατευθυνόμενη από την Βρετανία και έτσι στις 21 Ιανουαρίου του 1919 παρουσιάζουν την δική τους Βουλή, ανακηρύσσοντας την νέα ανεξάρτητη δημοκρατία της Ιρλανδίας. Αμέσως ξεκινούν εχθροπραξίες μεταξύ των βρετανικών δυνάμεων ασφαλείας και των Ιρλανδών επαναστατών. Το Σιν Φέιν προβλέποντας τις εξελίξεις αυτές, φροντίζει να εξοπλίσει επαρκώς τους Ιρλανδούς Εθελοντές και να επιβάλει μια πιο αυστηρή ιεραρχική δομή, μετατρέποντας τους έτσι στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατός (IRA = Irish Republican Army).
Οι Ιρλανδοί κατατάσσονται κατά χιλιάδες στον IRA δίνοντας του ένα ικανοποιητικό μέγεθος ώστε να αντιμετωπίσει τα βρετανικά στρατεύματα που έφτασαν άμεσα στο νησί. Ωστόσο, εκτός από τον IRA, οι Βρετανοί ήρθαν αντιμέτωποι με μια πρωτοφανής εργατική απεργία. Για περίπου ένα εξάμηνο σχεδόν τίποτα δεν λειτουργούσε στην χώρα, κάνοντας το έργο του βρετανικού στρατού ακόμα πιο δύσκολο. Ο IRA δεν πολέμησε ποτέ ανοικτά τους Βρετανούς, λόγω της υπεροπλίας των αποικιοκρατών, προτίμησε τακτικές ανταρτοπόλεμου. Ο ανταρτοπόλεμος σε συνδυασμό με τις συνεχόμενες εργατικές απεργίες μετέτρεπαν την διαμάχη σε ένα μακροσκελή πόλεμο φθοράς, στον οποίο η Βρετανία την δεδομένη στιγμή δεν ήθελε να εμπλακεί. Ακολουθώντας έτσι την γνωστή τακτική «διαίρει και βασίλευε», στις 31 Μαρτίου του 1922, προτείνουν στους επαναστατημένους Ιρλανδούς μια συνθήκη όπου έδινε αυτονόμηση στην Ιρλανδία – όχι όμως πλήρης ανεξαρτησία. Επίσης στην Αγγλοϊρλανδική συνθήκη, όπως ονομάστηκε, το βόρειο μέρος του νησιού, παρέμενε στην Μεγάλη Βρετανία.
Οι Ιρλανδοί διχάζονται, με την πιο συντηρητική πλευρά να υποστηρίζει πως πρέπει να αποδεχτούν την συνθήκη, ενώ το Σιν Φέιν μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του IRA υποστηρίζουν πως ο πόλεμος πρέπει να συνεχιστεί μέχρις ότου ολόκληρη η Ιρλανδία ανακηρυχτεί ανεξάρτητο κράτος. Η διαμάχη αυτή οδηγά σε εμφύλιο πόλεμο (1922-1923) μεταξύ των δύο πλευρών, με τους υποστηρικτές της συνθήκες να κερδίζουν. Να σημειωθεί πως κατά την διάρκεια του εμφυλίου οι δυνάμεις του IRA δέχονται επιθέσεις από τον βρετανικό στρατό και τους «Εθελοντές του Όλστερ» (UVF = Ulster Volunteer Force). Στο βόρειο τμήμα του νησιού κατοικούν Βρετανοί Προτεστάντες που είτε ήταν απόγονοι εποίκων είτε ήταν οι ίδιοι Βρετανοί έποικοι, συντάσσονται υπέρ της συνθήκης και πολεμούν τον IRA. Με το τέλος του εμφυλίου εγκαθιδρύονται δύο κράτη στο νησί, η Δημοκρατία της Ιρλανδίας, ήταν αυτόνομη από την Μεγάλη Βρετανία και την Βόρειο Ιρλανδία, που ήταν έδαφος του Στέμματος.
Ο IRA αν και ηττάται δεν παραδίδει τα όπλα. Ναι μεν αποσύρεται από το προσκήνιο αλλά διατηρεί το δίκτυο των αγωνιστών του, άλλωστε το Σιν Φέιν παραμένει ένα από τα κύρια κόμματα στην ιρλανδική πολιτική σκηνή. Τα επόμενα χρόνια, αναλώνεται στο να πιέζει την κυβέρνηση της χώρας για να διεκδικήσει την ανεξαρτησία της, ενώ το 1939 προχωρεί σε μεμονωμένες βομβιστικές επιθέσεις στο έδαφος της Αγγλίας, αναγκάζοντας την ιρλανδική βουλή να τον προκηρύξει ως παράνομο. Τελικά τον Δεκέμβρη του 1948, η Δημοκρατία της Ιρλανδίας ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος, αποκόπτοντας όλους τους πολιτικούς δεσμούς με την Μεγάλη Βρετανία. Οι Ιρλανδοί πανηγυρίζουν, μιας και κατάφεραν να ολοκληρώσουν ένα αιώνιο πόθο τους. Ο IRA όμως δεν ενθουσιάζεται, θεωρεί πως όσο η Βόρεια Ιρλανδία δεν ανήκει σε ένα ενιαίο ιρλανδικό κράτος, η ανεξαρτησία δεν έχει καμία αξία και έτσι ρίχνει το βάρος των επιχειρήσεων του για να ενώσει τα δύο κράτη.
Κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 ο IRA δεν καταφέρνει σημαντικές επιθέσεις στην έκταση της Βόρειου Ιρλανδίας, για δύο λόγους. Πρώτον, οι Ρωμαιοκαθολικοί Ιρλανδοί που ζούσαν στο Όλστερ (έτσι ονομάζεται η περιοχή που περικλείουν τα σύνορα της Βορείου Ιρλανδίας) δεν υποστήριξαν τις προσπάθειες του IRA, καθώς είχαν κουραστεί από την συνεχόμενη βία των τελευταίων ετών. Δεύτερον, στις τάξεις του IRA εγείρεται ένα πάρα πολύ σοβαρό ζήτημα που διχάζει την οργάνωση. Η πλειοψηφία των αγωνιστών υποστηρίζει πως με πρακτικές τρομοκρατίας το πρόβλημα δεν θα λυθεί αλλά θα διογκωθεί, με την άλλη πλευρά να υποστηρίζει πως δεν υπάρχει άλλη λύση, καθώς η Δημοκρατίας της Ιρλανδίας δεν επιθυμεί να εμπλακεί σε πολεμική διαμάχη. Έτσι σε συνέδριο του Σιν Φέιν το 1969, προκύπτει διάσπαση μεταξύ αυτών που είναι κατά της τρομοκρατίας, Official IRA και αυτών που είναι υπέρ, Provisional IRA. Ταυτόχρονα, η κατάσταση στην Βόρειο Ιρλανδία αλλάζει προς το τέλος της δεκαετίας του 1960. Οι Ρωμαιοκαθολικοί του Όλστερ άρχισαν να διαδηλώνουν κατά των διακρίσεων στο δικαίωμα ψήφου, στη στέγαση και στην απασχόληση. Το 1969 ξεκινούν οι πρώτες μεγάλες διαδηλώσεις Ρωμαιοκαθολικών Ιρλανδών σε μεγάλες πόλεις του Όλστερ.
Ο Provisional IRA, ξεκινά την δράση του στα τέλη του 1969, με ένοπλες και βομβιστικές επιθέσεις ενάντιας σε αστυνομικούς σταθμούς στο Όλστερ. Παρόλο αυτά, οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν υποστηρίζουν τις πράξεις των Provos (όπως αποκαλούνται οι αγωνιστές του Provisional IRA), υιοθετούν πρακτικές παρόμοιες με αυτές του Μαχάτμα Γκάντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, διαδηλώνοντας μαζικά έξω από κρατικά κτήρια, διαδηλώσεις όμως που αρκετές φορές οδηγούσαν σε οδομαχίες.
Παράλληλα, πορείες πραγματοποιούν και οι Ενωτικοί Προτεστάντες. Σε μιαν από αυτές, στις 12 Αυγούστου του 1969, επιχειρούν να περάσουν μέσα από την περιοχή που κατοικούσα οι Καθολικοί του Ντέρι, το Μπόγκσαϊντ. Οι Καθολικοί θέλοντας να τους εμποδίσουν αντιδρούν με πετροπόλεμο, με αποτέλεσμα να κάνει την εμφάνισή της η αστυνομία της Βορείου Ιρλανδίας, που επιτίθεται στους Καθολικούς. Στήνονται αυτοσχέδια οδοφράγματα και οι Καθολικοί εκσφενδονίζουν μολότοφ στην αστυνομία (RUC). Το Μπόγκσαϊντ για τρεις συνεχόμενες μέρες μοιάζει με εμπόλεμη ζώνη. Η αστυνομία πνίγει με δακρυγόνα όλη την περιοχή που κατοικούν Καθολικοί σε μια προσπάθεια να κάμψει την αντίσταση. Αφού βλέπουν πως ούτε τα δακρυγόνα μπορούν να κοπάσουν την κατάσταση, οι αστυνομικοί χρησιμοποιούν τα όπλα τους χωρίς διαταγή (η τουλάχιστον έτσι υποστηρίζουν οι αρχές). Οι Καθολικοί όμως δεν πτοούνται και δεν υποχωρούν, απαντούν χρησιμοποιώντας κυνηγετικά όπλα και μια γενικευμένη σύρραξη βρίσκεται προ των πυλών. Ο πρωθυπουργός της Βορείου Ιρλανδίας, Τζέιμες Κλαρκ, ζητά βοήθεια από την Μεγάλη Βρετανία, με αυτή να στέλνει άμεσα στρατεύματα, με την διαταγή να σταματήσουν την ένταση χωρίς να μπούνε στους δρόμους του Μπόγκσαϊντ. Η Δημοκρατία της Ιρλανδίας καλεί επιστράτευση αλλά ποτέ δεν κινείται προς τα σύνορα, αρκείται στο να παράσχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους πληγωμένους. Και οι δύο πλευρές πιέζουν τους αντιμαχόμενους να οπισθοχωρήσουν, κάτι που τελικά γίνεται. Ωστόσο, τα γεγονότα στο Ντέρι αποτελούν σημείο καμπής, καθώς η άφιξη του βρετανικού στρατού ξανά στην Ιρλανδία μετά από αρκετά χρόνια οδήγησε πάρα πολλούς νέους να καταταγούν στις τάξεις του Provisional IRA.
Μετά τις ταραχές στο Ντέρι, το Μπέλφαστ μπαίνει σε ένα κυκεώνα νέων αιματηρών επεισοδίων. Οι “Ενωτικοί Προτεστάντες” ενθαρρυμένοι από την παρουσία του βρετανικού στρατού, αρχίζουν να καίνε τα σπίτια των καθολικών με σκοπό να τους εκδιώξουν από το Μπέλφαστ, καθώς όπως υποστηρίζουν, δεν επιθυμούν να ζήσουν όσα έγιναν στο Ντέρι. Από τις επιθέσεις των Προτεσταντών σκοτώνονται πέντε καθολικοί και ένας προτεστάντης, αλλά και 3.500 Καθολικοί χάνουν τα σπίτια τους. Οι Provos όλο και πληθαίνουν, καθώς νέοι μαχητές, που ήταν νέοι άνεργοι γεμάτοι απόγνωση και χωρίς μέλλον από τα γκέτο των Καθολικών, εντάσσονται στις τάξεις τους. Οι Provos ξεκινούν την δράση τους, αλλά και πάλι ένα πολύ μεγάλο μέρος των Καθολικών θεωρεί πως μια ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο παρά να οξύνει το πρόβλημα. Η μεγαλύτερη πλειοψηφία των Καθολικών, υποστήριζε την ειρηνική οργάνωση: «Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της Βόρειας Ιρλανδίας», που θεωρούσε πως λύση μπορεί να βρεθεί μόνο μέσω πολιτικών ελιγμών.
Όμως, στις 30 Ιανουαρίου του 1972, μέρα Κυριακή, μια ειρηνική διαδήλωση Καθολικών στο κέντρο του Ντέρι, εξελίσσεται σε λουτρό αίματος. Η διαδήλωση, όπως και δεκάδες άλλες που είχαν πραγματοποιηθεί εκείνον τον καιρό στο Ντέρι, σταμάτησε μπροστά από το αρχηγείο της αστυνομίας της πόλης. Ξαφνικά, Βρετανοί αλεξιπτωτιστές, που είχαν φτάσει στο νησί μετά τις πρώτες Ταραχές του 1969, πυροβολούν απροειδοποίητα εναντίον των ειρηνικών Καθολικών διαδηλωτών. 14 άμαχοι θα σκοτωθούν και η συγκεκριμένη μέρα θα ονομαστεί “Ματωμένη Κυριακή”. Ακολουθεί παγκόσμια κατακραυγή, οι εικόνες από την «Ματωμένη Κυριακή» κάνουν τον γύρο του κόσμου. Η διεθνής κοινή γνώμη τα βάζει με την Μεγάλη Βρετανία. Αρχικά η αστυνομία του Ντέρι, στην προσπάθεια της να τα μπαλώσει δηλώνει πως οι αλεξιπτωτιστές απειλήθηκαν και για αυτό πυροβόλησαν. Ωστόσο τα βίντεο από τα γεγονότα τους καίνε, καθώς φαίνεται ξεκάθαρα πως οι διαδηλωτές δεν κινούνται εχθρικά προς τους αλεξιπτωτιστές, ενώ αυτοί σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς καμιά προειδοποίηση ξεκινούν να πυροβολούν προς το πλήθος. Οι σοκαριστικές εικόνες δεν σταματούν εκεί, καθώς το πλήθος πανικόβλητο υποχωρεί και οι αλεξιπτωτιστές τους ακολουθούν συνεχίζοντας να πυροβολούν. Και το χειρότερο από όλα, οι μισοί σχεδόν από τους 14 νεκρούς, πυροβολήθηκαν στην προσπάθεια τους είτε να ανασύρουν πληγωμένους είτε να τραβήξουν τα πτώματα των αγαπημένων τους!
Μετά από την «Ματωμένη Κυριακή» οι Provos φτάνουν σχεδόν τους 10 000 μαχητές, αριθμός τεράστιος για τον συνολικό πληθυσμό Καθολικών της Βορείου Ιρλανδίας. Αντίθετα, ο Official IRA δηλώνει ουσιαστικά την διάλυση του, καθώς οι μισοί μαχητές του ενσωματώθηκαν στους Provos, ενώ οι υπόλοιποι φοβήθηκαν πως μετά την «Ματωμένη Κυριακή» επιθετικές ενέργειες ενάντια στους Προτεστάντες θα οδηγούσαν σε γενικευμένο πόλεμο. Έτσι ο Provisional IRA απομένει ως ο μοναδικός «διάδοχος» και πλέον αποκαλείται απλά ως IRA, ενώ μυστικά αποκαθιστά τις σχέσεις του με το Σιν Φέιν. Μόνο μια μικρή μειοψηφία Καθολικών αποκηρύσσουν τον αγώνα του IRA, με τους περισσότερους να ακολουθούν μια μετριοπαθής στάση, καθώς προβληματίζονται αν τελικά η βία είναι η μόνη λύση ενάντια στον αυταρχισμό των Προτεσταντών.
Τα επόμενα χρόνια ο IRA επιδίδεται σε ένα μπαράζ τρομοκρατικών επιθέσεων, όπου από το 1972 μέχρι το 1997 θα στοιχίσουν την ζωή σε 1800 ανθρώπους (μερικοί άλλοι ιστορικοί κάνουν λόγο για 3600 θύματα)! Στις μεγάλες πληθυσμιακά πόλεις της Βορείου Ιρλανδίας επικρατεί πανικός. Δημιουργούνται γκέτο Καθολικών, με την κυβέρνηση να οικοδομεί γύρω τους ψηλούς τείχους με συρματοπλέγματα, ενώ επιβάλλεται στρατιωτικός νόμος και αρκετές φορές μέχρι και απαγόρευση κυκλοφορίας! Σε αυτό το παρανοϊκό σκηνικό ο IRA εξαπολύει την μια επίθεση μετά την άλλη, δολοφονώντας και βομβαρδίζοντας συνεχώς στόχους της αστυνομίας της Βορείου Ιρλανδίας και των παραστρατιωτικών οργανώσεων των Προτεσταντών. Ένας αθέμιτος ανταρτοπόλεμος μεταξύ του IRA και του UVF ξεκινά. Ωστόσο ο IRA δεν σταματά μέχρι εκεί.
Η οργάνωση σε κατάσταση φρενίτιδας επιτίθεται στο Λονδίνο, σπέρνοντας τον τρόμο στην αγγλική πρωτεύουσα. Ο IRA καταφέρνει μερικά σημαντικά πλήγματα, που κλονίζουν τον αγγλικό λαό, καθώς βομβαρδίζει σταθμούς τρένων και λεωφορείων και εμπορικά κέντρα.
Αποκορύφωμα όμως ήταν η βομβιστική επίθεση στο Grand Hotel του Μπράιτον, στις 12 Οκτωβρίου του 1984, όπου διέμεναν η πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ και μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Βρίσκονταν εκεί για το ετήσιο συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος των Συντηρητικών. Από την έκρηξη πεθαίνουν 5 άτομα, ενώ τραυματίζονται σοβαρά ή ακρωτηριάζονται άλλα 31, ένας εξ αυτών και ο πρωθυπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας Νόρμαν Τέμπιτ. Η Θάτσερ επιβάλει πιο ισχυρά μέτρα καταστολής των Καθολικών στην Βόρειο Ιρλανδία, με πάρα πολλούς νέους να φυλακίζονται ακόμη και για ασήμαντους λόγους. Παρόλα αυτά, όλες οι ενέργειες της Μεγάλης Βρετανίας, προκαλούν μεγαλύτερη αντίδραση από τον IRA που συνεχίζει ακάθεκτος να σπέρνει τον θάνατο. Η οργάνωση καταφέρνει ακόμα ένα σοκαριστικό κτύπημα, όταν με όλμους κτυπά την βρετανική πρωθυπουργική κατοικία το 1991, κατά την διάρκεια υπουργικού συμβουλίου. Αν και τα άτομα που βρίσκονταν μέσα στο κτήριο κατάφεραν να διαφύγουν αλώβητοι, οι υλικές ζημιές είναι πολύ μεγάλες και οι εικόνες από τα συντρίμμια της βρετανικής πρωθυπουργικής κατοικίας αποτελούν συμβολική νίκη του IRA.
Κάπου εκεί όμως η πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας ενάντια στους Καθολικούς του Όλστερ κάνει στροφή 180 μοιρών. Οι Βρετανοί αντιλαμβάνονται πως κάθε δράση καταστολής το μόνο που μπορεί να προκαλέσει είναι μεγαλύτερη αντίδραση. Έτσι χορηγούν τεράστια κονδύλια στην Βόρειο Ιρλανδία, που ανασυγκροτούν τον οικονομικό τομέα, δημιουργώντας ένα οικονομικό θαύμα, ενώ ταυτόχρονα καταργούν τις όποιες ανισότητες μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών, διασφαλίζοντας την ισότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Στην συνέχεια με νέα οικιστικά προγράμματα, η κυβέρνηση προσπαθεί να εξαλείψει τα γκέτο. Ο δείκτης ανεργίας κάνει θεαματική βουτιά, με τους Καθολικούς να χτίζουν ξανά την ζωή τους με ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Κάπου εκεί παρατηρείται μια κάθοδος και στον αριθμό των αγωνιστών του IRA, καθώς στις τάξεις του παραμένουν μόνο οι σκληροπυρηνικοί. Όταν όμως και ο ίδιος ο IRA αντιλαμβάνεται πως πλέον ο κόσμος έχει κουραστεί από τα τριάντα συνεχόμενα χρόνια βίας, καλεί την κυβέρνηση της Βορείου Ιρλανδίας σε συνθηκολόγηση.
Τελικά, τον Απρίλιο του 1998, υπογράφηκε η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, σύμφωνα με την οποία η Βόρειος Ιρλανδία παρέμενα στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά αν ανά πάσα στιγμή η πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας επιθυμούσε την ένωση με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας, αυτό θα γινόταν άμεσα και χωρίς κανένα περιορισμό. Έτσι μετά τα συμφωνηθέντα ο IRA παίρνει ένα παθητικό ρόλο μέχρι το 2001, όπου ανακοινώνει επίσημα την πλήρης ανακωχή του και την απόσυρση του από την ενεργό δράση.
Παρόλα αυτά δύο παρακλάδια του IRA διαφωνούν με την στροφή της οργάνωσης και αποσχίζονται από αυτήν. Έτσι ο Real IRA και ο Continuity IRA, που μαζί δεν ξεπερνούν τους 500 άντρες συνεχίζουν να δρουν σποραδικά ενάντια σε κυβερνητικούς στόχους στην Βόρειο Ιρλανδία. Ωστόσο, ακόμη και οι Καθολικοί εναντιώνεται στις δύο νέες οργανώσεις, πιστεύοντας πως ήρθε η ώρα για ειρήνη στην Βόρειο Ιρλανδία.